IPA (key ) : /ðʝa.ɣuˈmi.zo/
Hyphenation: δια‧γου‧μί‧ζω
διαγουμίζω • (diagoumízo ) (past διαγούμισα , passive διαγουμίζομαι , p‑past διαγουμίστηκα , ppp διαγουμισμένος )
( demotic, literary ) Synonym of λεηλατώ ( leïlató , “ to pillage , to plunder ” )
διαγουμίζω διαγουμίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
διαγουμίζω
διαγουμίσω
διαγουμίζομαι
διαγουμιστώ
2 sg
διαγουμίζεις
διαγουμίσεις
διαγουμίζεσαι
διαγουμιστείς
3 sg
διαγουμίζει
διαγουμίσει
διαγουμίζεται
διαγουμιστεί
1 pl
διαγουμίζουμε , [‑ομε ]
διαγουμίσουμε , [‑ομε ]
διαγουμιζόμαστε
διαγουμιστούμε
2 pl
διαγουμίζετε
διαγουμίσετε
διαγουμίζεστε , διαγουμιζόσαστε
διαγουμιστείτε
3 pl
διαγουμίζουν (ε )
διαγουμίσουν (ε )
διαγουμίζονται
διαγουμιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
διαγούμιζα
διαγούμισα
διαγουμιζόμουν (α )
διαγουμίστηκα
2 sg
διαγούμιζες
διαγούμισες
διαγουμιζόσουν (α )
διαγουμίστηκες
3 sg
διαγούμιζε
διαγούμισε
διαγουμιζόταν (ε )
διαγουμίστηκε
1 pl
διαγουμίζαμε
διαγουμίσαμε
διαγουμιζόμασταν , (‑όμαστε )
διαγουμιστήκαμε
2 pl
διαγουμίζατε
διαγουμίσατε
διαγουμιζόσασταν , (‑όσαστε )
διαγουμιστήκατε
3 pl
διαγούμιζαν , διαγουμίζαν (ε )
διαγούμισαν , διαγουμίσαν (ε )
διαγουμίζονταν , (διαγουμιζόντουσαν )
διαγουμίστηκαν , διαγουμιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα διαγουμίζω ➤
θα διαγουμίσω ➤
θα διαγουμίζομαι ➤
θα διαγουμιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα διαγουμίζεις , …
θα διαγουμίσεις , …
θα διαγουμίζεσαι , …
θα διαγουμιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … διαγουμίσει έχω, έχεις, … διαγουμισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … διαγουμιστεί είμαι , είσαι , … διαγουμισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … διαγουμίσει είχα, είχες, … διαγουμισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … διαγουμιστεί ήμουν , ήσουν , … διαγουμισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … διαγουμίσει θα έχω, θα έχεις, … διαγουμισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … διαγουμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … διαγουμισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
διαγούμιζε
διαγούμισε
—
διαγουμίσου
2 pl
διαγουμίζετε
διαγουμίστε
διαγουμίζεστε
διαγουμιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
διαγουμίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας διαγουμίσει ➤
διαγουμισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
διαγουμίσει
διαγουμιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.