διοχετεύω

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.o.xeˈte.vo/
  • Hyphenation: δι‧ο‧χε‧τεύ‧ω

Verb

[edit]

διοχετεύω (diochetévo) (past διοχέτευσα, passive διοχετεύομαι, p‑past διοχετεύτηκα/διοχετεύθκα, ppp διοχετευμένος)

  1. to channel, pipe, conduct, convey, direct the flow

Conjugation

[edit]