δραστηριότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Etymology[edit]
From Byzantine Greek δραστηριότης (drastēriótēs), equivalent to δραστήριος (drastírios, “active”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun[edit]
δραστηριότητα • (drastiriótita) f (plural δραστηριότητες)
- activity
- Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο.
- Maths activities for the nursery school.
- Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο.
Declension[edit]
Declension of δραστηριότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δραστηριότητα • | δραστηριότητες • |
genitive | δραστηριότητας • | δραστηριοτήτων • |
accusative | δραστηριότητα • | δραστηριότητες • |
vocative | δραστηριότητα • | δραστηριότητες • |
Related terms[edit]
- δραστήριος (drastírios, “active”, adjective)
Further reading[edit]
- “δραστηριότητα”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998