εκφράζω

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: ἐκφράζω

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ekˈfɾa.zo/
  • Hyphenation: εκ‧φρά‧ζω

Verb

[edit]

εκφράζω (ekfrázo) (past εξέφρασα/έκφρασα, passive εκφράζομαι, p‑past εκφράστηκα, ppp εκφρασμένος / εκπεφρασμένος)

  1. to express
    Δεν ξέρω καλά αγγλικά και δυσκολεύομαι να εκφραστώ.
    Den xéro kalá angliká kai dyskolévomai na ekfrastó.
    I don't know English well and I have difficulty to express myself.
    Θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς το συμβούλιο.
    Tha íthela na ekfráso tin evgnomosýni mou pros to symvoúlio.
    I would like to express my gratitude to the board.

Conjugation

[edit]
[edit]