με νύχια και με δόντια

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Calque of English tooth and nail.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /me ˈniça ce me ˈðondʝa/
  • Hyphenation: με νύ‧χια και με δό‧ντια

Adverb

[edit]

με νύχια και με δόντια (me nýchia kai me dóntia)

  1. (idiomatic) tooth and nail (with all one's strength or power)
    Πάλεψε με νύχια και με δόντια για να σώσει το παιδί από τη θάλασσα.
    Pálepse me nýchia kai me dóntia gia na sósei to paidí apó ti thálassa.
    He fought tooth and nail to save the child from the sea.