χαρακτηριστικό

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /xa.ɾa.kti.ɾi.stiˈko/
  • Hyphenation: χα‧ρα‧κτη‧ρι‧στι‧κό

Adjective

[edit]

χαρακτηριστικό (charaktiristikó)

  1. Accusative masculine singular form of χαρακτηριστικός (charaktiristikós).
    Older form: χαρακτηριστικόν (charaktiristikón)
  2. Nominative, accusative and vocative neuter singular form of χαρακτηριστικός (charaktiristikós).

Noun

[edit]

χαρακτηριστικό (charaktiristikón (plural χαρακτηριστικά)

  1. characteristic, feature
    Το πρόσωπό της είχε ωραία χαρακτηριστικά.To prósopó tis eíche oraía charaktiristiká.Her face had beautiful characteristics.

Declension

[edit]