οξεία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὀξεῖᾰ (oxeîa, oxia, oxeia).

Noun

[edit]

οξεία (oxeíaf (plural οξείες)

  1. (orthography, typography, grammar)  ´  (a strong stress accent used in Ancient Greek and sometimes Modern Greek)
  2. (geometry) acute (angle)

Declension

[edit]

Coordinate terms

[edit]
.   τελεία 
,   κόμμα 
:   δύο τελείες 
·   άνω τελεία 
;   ερωτηματικό 
!   θαυμαστικό 
« »   εισαγωγικά 
"       εισαγωγικά 
'       εισαγωγικά 
'     απόστροφος 
¨   διαλυτικά 
΄   τόνος 
  ενωτικό 
  παύλα 
  αποσιωπητικά 
  ( )     παρένθεση 
  [ ]     αγκύλη 
  { }     άγκιστρο 
» :   ομοιωματικά 
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)

Further reading

[edit]